- κύων
- ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή)1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.)2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.)3. πιστός σαν τον σκύλο («λέγοιμ' ἂν ἄνδρα τόνδ' ἐγὼ σταθμῶν κύνα», Αισχύλ.)αρχ.1. (για άνδρα) αυτός που δείχνει αδιαφορία («τοῡτον δ' οὐ δύναμαι βαλέειν κύνα λυσσητῆρα», Ομ. Ιλ.)2. (το αρσ.) κυνικός φιλόσοφος («χαρίζεται γὰρ καὶ ὁ κύων οὗτος πολλὰ τῷ Σωκράτει», Αθήν.)3. (στη μυθολογία) ως προσωνυμία υπηρετών, αγγελιαφόρων ή φυλάκων τών θεών, καθώς και μυθικών προσώπων (α. «Διὸς δέ τοι πτηνὸς κύων δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ.β. «μετάδρομοι... πανουργημάτων ἄφυκτοι κύνες» — για τις Ερινύες, Σοφ.γ. «λέγεται ὁ Ἡρακλῆς ἐπὶ τὸν Κέρβερον κύνα καταβῆναι», Ξεν.)4. ο καρχαρίας («δελφῑνάς τε κύνας τε, καὶ εἴ ποθι μεῑζον ἕλησιν κῆτος», Ομ. Οδ.)5. ο ξιφίας6. ο Σείριος («κυνὸς ψυχρὰν δύσιν», Σοφ.)7. ο αστερισμός τού Ωρίωνος8. η χειρότερη ριξιά τών ζαριών, ο άσσος9. η άρθρωση τού ποδιού στον αστράγαλο τού αλόγου10. κυνικός σπασμός, σπασμωδική διαστροφή τού στόματος11. απομαγδαλία*12. (κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ κάτω τῆς πόσθης συμπεφυκός τῷ δέρματι»13. φρ. α) «ξυλίνη κύων» — η κυνόσβατοςβ) «νὴ τὸν κύνα» ή «μὰ τὸν κύνα» — ο συνήθης όρκος τού Σωκράτουςγ) «Περσεφόνης κύνες» — προσωνυμία τών πλανητώνδ) «ἡ ῤαψῳδὸς κύων» — η Σφίγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύων, κυνός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *kwon- / *kwn- «σκύλος». Οι τ. τής ονομαστικής και τής γενικής συνδέονται με τους αντίστοιχους τ. τής αρχ. ινδ. śu-va, śunas «σκύλος», τής λιθουαν. šuō, śuns «σκύλος», της ιρλδ. cu, con, τής αρμ. šun, šan. To λατ. canis ανάγεται στην Ίδια ρίζα, εμφανίζει όμως δυσερμήνευτο -α-, αντί τού ΙE -w- (πρβλ. κανδαύλης*).ΠΑΡ. κυνάριον, κυνικόςαρχ.κυνέα, κύνεος, κυνηδόν, κυνιδεύς, κυνίδιον, κυνίζω, κυνιστί, κύντερος, κυνώ, κυνώ(η), κυνώδηςαρχ.-μσν.κύνειος, κυνίσκος.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) βλ. κυν(ο)*-. (Β' συνθετικό) αρχ. αντικύων, αστροκύων, ιπποκύων, προκύων, πρωτοκύων, σαρκοκύων, υδροκύων, φιλοκύων, ψευδοκύων].
Dictionary of Greek. 2013.